- μυελός
- ο (ΑΜ μυελός)φρ. «μέχρι μυελού οστέων» — σε μεγάλο βαθμό, καθ' ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων»)νεοελλ.φρ. α) «νωτιαίος μυελόςανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον σπονδυλικό σωλήναβ) «μυελός τών οστών»ανατ. μαλακή λιπώδης ουσία που πληροί τον αυλό τών διαφύσεων και τις κυψέλες τής σπογγώδους ουσίας τών διαφόρων οστώνγ) «προμήκης μυελός» — μυελός που αποτελεί τον έσχατο εγκέφαλο και παριστά την προς τα άνω συνέχεια τού νωτιαίου μυελού, από τον οποίο χωρίζεται με την ανάδυση τών πρώτων αυχενικών νεύρων και περατούται καθώς ενώνεται με τη γέφυραμσν.συνεκδ. άνθρωπος που έχει έναν συγκεκριμένο τρόπο σκέψηςαρχ.1. νωτιαίος μυελός2. προμήκης μυελός3. μαλακή ουσία που εμπεριέχεται στο εσωτερικό τού στελέχους τών φυτών τού οποίου ο αγγειώδης ιστός έχει κυλινδρική μορφή και χρησιμεύει για την αποθήκευση τροφής, η εντεριώνη, η καρδιά4. (για κρέας) το τρυφερότερο μέρος5. εξαιρετικής ποιότητας λίπος, πάχος σφαγίου6. μτφ. α) (για την ψυχή ή τη σκέψη) το εσώτερο, το μύχιοβ) ο ωραιότερος τόπος («ἂν ὠξ Ἐφύρας κτίσσε πότ' Ἀρχίας νάσω Τρινακρίας μύελον», Θεόκρ.)7. (κατ' επέκτ.) α) κάθε εκλεκτή και κατ' εξοχήν θρεπτική και δυναμωτική τροφήβ) σωματική δύναμη, ρώμη, ευρωστία8. φρ. «μυελὸς ραχίτης» — ολόκληρη η σπονδυλική στήλη, η ραχοκοκαλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μυ-ελός εμφανίζει επίθημα -ελός (πρβλ. πιμ-ελή «λίπος», πύ-ελος) και συνδέεται πιθ. με τον τ. μυ-ών (< μῦς), πρβλ. αγκ-ών: αγκ-αλή, εξαιτίας τής μαλακότητας τών μυών και τού μυελού, σε αντίθεση με τη σκληρότητα τών οστών. Η λ. μυελός εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μια σειρά ξεν. επιστημονικών ιατρικών όρων που εισήχθησαν στην ελλ. ως αντιδάνεια (πρβλ. μυελοσάρκωμα < γαλλ. myelosarcome, μυελοκύτταρο < γαλλ. myelocyte).ΠΑΡ. μυέλινος, μυελώδηςαρχ.μυελόεις, μυελόθεν, μυελούμαιμσν.-νεοελλ. μυαλό(ν)νεοελλ.μυελικός, μυελίτιδα, μυέλωμα, μυέλωση.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μυελαυξής, μυελοποιός, μυελοτρεφήςνεοελλ.μυελαιμία, μυελασθένεια, μυελεγκέφαλος, μυελοβλάστη, μυελόγραμμα, μυελογραφία, μυελοδυσπλασία, μυελοειδής, μυελοκήλη, μυελοκυστοκήλη, μυελοκύτταρο, μυελομαλακία, μυελομηνιγγίτιδα, μυελοπάθεια, μυελόπλακα, μυελοσάρκωμα, μυελοσκλήρωση, μυελοτομία, μυελόφθιση. (Β' συνθετικό) αμύελοςαρχ.πολυμύελος].
Dictionary of Greek. 2013.